ιδεογραφία — η σύστημα γραφής που χρησιμοποιεί τα ιδεογράμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… … Dictionary of Greek
ιδεογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιδεογραφία («ιδεογραφική γραφή»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ideographic < ideo (πρβλ. ιδέα «εικόνα») + graphic (πρβλ. γραφικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
ιδεογραφικός, -ή — ό αυτός που έχει σχέση με την ιδεογραφία: Ιδεογραφική παράσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιερογλυφικός — ή, ό 1. αυτός που παρασταίνεται με εικόνες: Η ιερογλυφική γραφή προήλθε από την ιδεογραφία. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ιερογλυφικά τα γράμματα των αρχαίων Αιγυπτίων, σύμβολα εικόνες που δήλωναν κάποιο πράγμα. 3. μτφ., ό,τι είναι δυσανάγνωστο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)